- παράκαυσις
- παράκαυσις, εως, ἡ,A burning for light, PPetr.2p.73, al. (iii B. C.).II Medic., firing a horse, ib.3p.178 (iii B. C.).2 inflammation, Gal. 18(2).548.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
παράκαυσις — αύσεως, ή, Α [παρακαίω] 1. η καύση ενός υλικού κοντά σε κάτι άλλο («ἔλαιον εἰς παράκαυσιν εἰς λύχνους κίκιος δύο κοτύλας», πάπ.) 2. ιατρ. καύση με καυτήρα 3. φλόγωση, φλεγμονή … Dictionary of Greek
παράκαυσιν — παράκαυσις burning for light fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)